γρύτη

γρύτη
γρύτη, η (Α)
1. σάκος ή κιβώτιο για τα ενδύματα γυναικών
2. σωρός από ασήμαντα μικροπράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρυμέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γρύτη — γρύ̱τη , γρῦτα woman s dressing case fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… …   Dictionary of Greek

  • γρούτα — γρούτα, η (Μ) [γρύτη] χυλός …   Dictionary of Greek

  • γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… …   Dictionary of Greek

  • γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… …   Dictionary of Greek

  • γρυτάρης — γρυτάρης, ο (Μ) [γρύτη] ο γρυτοπώλης …   Dictionary of Greek

  • γρυτοδόκη — γρυτοδόκη, η (Α) η γρυμέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + δόκη < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • γρυτοπώλης — γρυτοπώλης, ο (Μ) αυτός που πουλάει μικροεμπορεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + πώλης < πωλώ] …   Dictionary of Greek

  • METALS AND MINING — In the Bible Six metals are mentioned in the Bible and in many passages they are listed in the same order: gold, silver, copper, iron, tin, and lead. Antimony is also mentioned. The metals are referred to in various contexts, including methods of …   Encyclopedia of Judaism

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”